ὀλλύντων

ὀλλύντων
ὄλλυμι
destroy
pres part act masc/neut gen pl
ὄλλυμι
destroy
pres imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευχωλή — εὐχωλή, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση 2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη 3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι 4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”